Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὁ προστατῶν

См. также в других словарях:

  • προστατῶν — προστάτης one who stands before masc gen pl προστατέω ruleover pres part act masc nom sg (attic epic doric) προστατέω ruleover pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστάτων — πρό στατόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πρό στατόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • προστατώ — έω, Α [προστάτης] 1. κυβερνώ («προστατεῑν τῆς πόλεως», Πλάτ.) 2. είμαι επιστάτης, επιμελητής («προστατεῑν τοῡ ἀγῶνος», Ξεν.) 3. είμαι πρόεδρος («προστατεῑν ἐκκλησίας», επιγρ.) 4. υπερασπίζω κάποιον ή κάτι («Ἥρα προστατεῑ [Ἀργείων»]», Ευρ.) 5. (το …   Dictionary of Greek

  • ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… …   Dictionary of Greek

  • νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • συνέστιος — ον, ΜΑ 1. αυτός που μετέχει στην ίδια εστία με κάποιον άλλον, που συγκατοικεί με κάποιον (α. «συνέστιοι καὶ ὁμοτράπεζοι τοῡ δεσπότου γεγένηνται», Iσίδ. Πηλ. β. «ἀθανάτοισι συνέστιος», Απολλ. Ρόδ. γ. «σύσσιτος καὶ συνέστιος», Πλάτ.) 2. στενός… …   Dictionary of Greek

  • σωτήρας — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 330), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ.χλμ., 401 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Σκάλα Σωτήρα (338 κάτ.,… …   Dictionary of Greek

  • φίλιος — α, ο / φίλιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α [φίλος] φιλικός (α. «φίλια στρατιωτικά τμήματα» β. «ὥστε καὶ ταῡτα φίλια τοῑς συμμάχοις ὑπάρχειν», Ξεν. γ. «φιλία τριήρης», Θουκ.) αρχ. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ.) αγαπητός·2. προσφώνηση τού Ερμού, τού… …   Dictionary of Greek

  • φράτριος — και ιων. τ. φρήτριος, ία, ον, Α [φρατρία] 1. (προσωνυμία τού Διός και τής Αθηνάς ως προστατών τών φρατριών) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φρατρία* («οἱ θεοὶ οἱ φρήτριοι», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φράτριον ναός τών θεώνπροστατών τής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»