-
1 προστατών
προστάτηςone who stands before: masc gen plπροστατέωruleover: pres part act masc nom sg (attic epic doric)προστατέωruleover: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
2 προστατῶν
προστάτηςone who stands before: masc gen plπροστατέωruleover: pres part act masc nom sg (attic epic doric)προστατέωruleover: pres part act masc nom sg (attic epic doric) -
3 προστάτων
πρό-στατόωimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)πρό-στατόωimperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
4 προστατέω
προστᾰτ-έω, = foreg.:A ruleover, lord it over, ; ;τῆς πόλεως Pl.Grg. 519c
;τῶν μεγίστων Id.La. 197e
; π. τοῦ ἀγῶνος to be steward of the games, X.An.4.8.25; π. νούσου, of a physician, to be in charge, Hp.Praec.13;τοῦ λύχνου τῶν ἱερῶν POxy. 1453.14
(i B.C.): abs., ὁ προστατῶν he that acts as chief, v.l. in X.Cyr. 8.3.25;ὅταν δημοκρατουμένη πόλις ἐλευθερίας διψήσασα κακῶν οἰνοχόων προστατούντων τύχῃ Pl.R. 562d
; = προστατεύω 11, X.Mem.2.7.9;π. τοῦ θεμελιωθῆναι τὴν σύνοδον IG22.1343.14
:—[voice] Pass., προστατεῖσθαι ὑπό τινων to be ruled or led by them, X.Hier.5.1.b to be president, ἐκκλησίας Ἀρχ. Ἐφ. 1914.180 ([place name] Gonni);βουλᾶς IG14.612
([place name] Rhegium).II stand before as a defender, to be guardian or protector of, ; Ἥρα π. [Ἀργείων] E.Heracl. 349; (ii/i B.C.);ἀναίδειαν, ἥπερ μόνη π. ῥητόρων Ar.Eq. 325
(lyr.);πολιτῶν π. αἱρούμενον Men.578
.2 π. περὶ τοῦ ἀνατεθέντος ἀργυρίου bring forward a measure respecting.., IG9(1).694.106 (Corc.).III ὁ προστατῶν χρόνος the time that stands before, i.e. is close at hand, S.El. 781 (cf. Sch. ad loc.), unless rather tyrannous.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστατέω
См. также в других словарях:
προστατῶν — προστάτης one who stands before masc gen pl προστατέω ruleover pres part act masc nom sg (attic epic doric) προστατέω ruleover pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστάτων — πρό στατόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πρό στατόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
προστατώ — έω, Α [προστάτης] 1. κυβερνώ («προστατεῑν τῆς πόλεως», Πλάτ.) 2. είμαι επιστάτης, επιμελητής («προστατεῑν τοῡ ἀγῶνος», Ξεν.) 3. είμαι πρόεδρος («προστατεῑν ἐκκλησίας», επιγρ.) 4. υπερασπίζω κάποιον ή κάτι («Ἥρα προστατεῑ [Ἀργείων»]», Ευρ.) 5. (το … Dictionary of Greek
ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… … Dictionary of Greek
συνέστιος — ον, ΜΑ 1. αυτός που μετέχει στην ίδια εστία με κάποιον άλλον, που συγκατοικεί με κάποιον (α. «συνέστιοι καὶ ὁμοτράπεζοι τοῡ δεσπότου γεγένηνται», Iσίδ. Πηλ. β. «ἀθανάτοισι συνέστιος», Απολλ. Ρόδ. γ. «σύσσιτος καὶ συνέστιος», Πλάτ.) 2. στενός… … Dictionary of Greek
σωτήρας — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 330), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ.χλμ., 401 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Σκάλα Σωτήρα (338 κάτ.,… … Dictionary of Greek
φίλιος — α, ο / φίλιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α [φίλος] φιλικός (α. «φίλια στρατιωτικά τμήματα» β. «ὥστε καὶ ταῡτα φίλια τοῑς συμμάχοις ὑπάρχειν», Ξεν. γ. «φιλία τριήρης», Θουκ.) αρχ. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ.) αγαπητός·2. προσφώνηση τού Ερμού, τού… … Dictionary of Greek
φράτριος — και ιων. τ. φρήτριος, ία, ον, Α [φρατρία] 1. (προσωνυμία τού Διός και τής Αθηνάς ως προστατών τών φρατριών) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φρατρία* («οἱ θεοὶ οἱ φρήτριοι», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φράτριον ναός τών θεώνπροστατών τής… … Dictionary of Greek